- νουνέχεια
- η (Α νουνέχεια) [νουνεχής]σύνεση, φρονιμάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νουνεχείᾳ — νουνεχείᾱͅ , νουνέχεια good sense fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουνέχεια — good sense fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουνεχείας — νουνεχείᾱς , νουνέχεια good sense fem acc pl νουνεχείᾱς , νουνέχεια good sense fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουνέχειαν — νουνέχεια good sense fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… … Dictionary of Greek